- συγκυνίζω
- Αζω σαν κυνικός φιλόσοφος μαζί με άλλον ή συμπεριφέρομαι και εγώ σαν κυνικός φιλόσοφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυνίζω «ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν» (< κύων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκύνιζε — συγκυνίζω play the dog pres imperat act 2nd sg συγκυνίζω play the dog imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκυνίζειν — συγκυνίζω play the dog pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)